- άλουτρος
- -η, -ο [λουτρό]άλουστος, αμπανιάριστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλουτράριστος — η, ο ο άλουτρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. α στερητ. + *λουτραριστός < *λουτράρω (κατά τα παραγόμενα από ρ. σε ίζω) < λουτρό] … Dictionary of Greek